Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μετρία"
1 εγγραφή
-μετρία [metría] : (επιστ.) β' συνθετικό σύνθετων αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει επιστήμη, κλάδο επιστήμης, τεχνική ή μέθοδο οι οποίες αφορούν τη μέτρηση του στοιχείου που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό· συχνά η διαδικασία της μέτρησης γίνεται με το αντίστοιχο όργανο που έχει ως β' συνθετικό -μετρο, -μετρητής: επιπεδο~, θερμιδο~, ογκο~, χωρο~· ανθρωπο~, κρανιο~.

[λόγ. < αρχ. -μετρία (< -μέτρης `που μετράει΄ < ρ. μετρῶ) ως β' συνθ.: αρχ. γεω-μετρία, ελνστ. χωρο-μετρία `χωρομέτρηση΄ & διεθ. -metria < αρχ. -μετρία: υγρο-μετρία < γαλλ. hygrométrie, τριγωνο-μετρία < νλατ. trigonometria]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες