Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μελής -ής -ές [melís] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από τόσα μέλη ή στοιχεία όσα δηλώνει το αριθμητικό που συνήθ. υπάρχει ως α' συνθετικό: τρι~, τετρα~, δεκα~. || πολυ~, ολιγο~.
[λόγ. < αρχ. -μελής < μέλ(ος) (δες μέλος 1) -ής ως β' συνθ.: αρχ. πολυ-μελής `για ζώο με πολλά μέλη (του σώματος)΄, ελνστ. ἑπτα-μελής (διαφ. το ελνστ. τρι-μελής `που αποτελείται από τρεις μελωδίες΄) σε μτφρδ. γαλλ. membre: πολυ-μελής < γαλλ. à plusieurs membres]