Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μαχώ"
1 εγγραφή
-μαχώ [maxó] : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα. 1. δηλώνει ότι γίνεται μάχη μεταξύ αυτών που αναφέρει το α' συνθετικό: αλληλο~. 2. δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος μάχεται, πολεμά: α. με το μέσο ή τον τρόπο που εκφράζει το α' συνθετικό: λογο~, λογχο~, ξιφο~. β. στο χώρο που εκφράζει το α' συνθετικό: αερο~. 3. δηλώνει την αγωνία, τη δυσκολία με την οποία το υποκείμενο του ρήματος κάνει αυτό που υποδηλώνει το α' συνθετικό: αγκο~, ψυχο~.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. -μαχῶ < -μάχ(ος) -ῶ ως β' συνθ.: αρχ. ναυ-μαχῶ, μονο-μαχῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες