Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μαχία"
1 εγγραφή
-μαχία [maía] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε θηλυκά ουσιαστικά· 1. δηλώνει συνήθ. την τέλεση μάχης μεταξύ αυτών που αναφέρει το α' συνθετικό: γιγαντο~, κενταυρο~, κοκορο~, τιτανο~. 2. δηλώνει ότι γίνεται μάχη: α. με το μέσο ή τον τρόπο που εκφράζει το α' συνθετικό: κονταρο~, λογο~, λογχο~, ξιφο~, οπλο~· πεζο~. β. στο χώρο που εκφράζει το α' συνθετικό: αερο~, θαλασσο~, οδο~. γ. εξαιτίας ή εναντίον αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: εικονο~· ταυρο~. 3. λειτουργεί ως αντικείμενο της ρηματικής ενέργειας του α' συνθετικού: φυγο~.

[λόγ. < αρχ. -μαχία < -μάχ(ος) -ία ως β' συνθ.: αρχ. μονο-μαχία, Γιγαντο-μαχία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες