Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μανώ [manó] & -άω : (συνήθ. λαϊκότρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· επιτείνει, δηλώνει ότι γίνεται σε μεγάλο βαθμό αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: ανθο~, αφρο~, βροντο~, τριζο~, φυσο~· λυσσο~ και λυσσομανάω.
[αρχ. -μανῶ θ. μαν- του ρ. μαίνομαι ως β' συνθ.: αρχ. γυναικο-μανῶ `είμαι τρελός για γυναίκες΄]