Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μανώ"
1 εγγραφή
-μανώ [manó] & -άω : (συνήθ. λαϊκότρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· επιτείνει, δηλώνει ότι γίνεται σε μεγάλο βαθμό αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: ανθο~, αφρο~, βροντο~, τριζο~, φυσολυσσο~ και λυσσομανάω.

[αρχ. -μανῶ θ. μαν- του ρ. μαίνομαι ως β' συνθ.: αρχ. γυναικο-μανῶ `είμαι τρελός για γυναίκες΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες