Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μαντεία [mandía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· δηλώνει την αποκάλυψη του παρελθόντος ή την πρόβλεψη του μέλλοντος με τον τρόπο ή το μέσο που εκφράζει το α' συνθετικό: ονει ρο~, πυρο~, χειρο~.
[λόγ. < ελνστ. -μαντεία < αρχ. ουσ. μαντεία ως β' συνθ.: ελνστ. πυρο-μαντεία & γαλλ. -mancie < υστλατ. -mantie < ελνστ. -μαντεία: χειρο-μαντεία < γαλλ. chiromancie]