Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μανία [manía] : β' συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει παθολογική κατάσταση, ιδιότητα ή συμπεριφορά ενός ατόμου η οποία χαρακτηρίζεται από την υπερβολική και συχνά μη φυσιολογική τάση για την ικανοποίηση της επιθυμίας που έχει σχέση με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αρχαιο~, βιβλιο~, θρησκο~, κερδο~, τελειο~· (ιατρ., ψυχιατρ.): ηρωινο~, κοκαϊνο~, κλεπτο~, νυμφο~, πυρο~.
[λόγ. < ελνστ. -μανία < αρχ. ουσ. μανία ως β' συνθ.: ελνστ. γυναικο-μανία `τρέ λα για τις γυναίκες΄ & γαλλ. -manie < ελνστ. -μανία: μονο-μανία < γαλλ. monomanie]