Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μανής"
1 εγγραφή
-μανής -ής -ές [manís] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ονόματα· χαρακτηρίζει το πρόσωπο που διακατέχεται από την υπερβολική και συχνά μη φυσιολογική τάση ικανοποίησης της επιθυμίας που συνεπάγεται το α' συνθετικό: τελειο~. || συχνότερα το αρσενικό και το θηλυκό ως ουσ.: βιβλιο~, εφημεριδο~, μυθο~, σεξο~, πολιτικο~. || (ιατρ., ψυχιατρ.): ανδρο~, γυναικο~, ηρωινο~, κλεπτο~, μορφινο~, ναρκο~, οπιο~, πυρο~, τοξικο~.

[λόγ. < αρχ. -μανής < θ. της λ. μαν(ία) -ής ως β' συνθ.: αρχ. ἡλιο-μανής `τρελός για τον ήλιο΄, ελνστ. γυναικο-μανής & γαλλ. -mane (< -manie = -μανία): μονο-μανής < γαλλ. monomane]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες