Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μαθής"
1 εγγραφή
-μαθής -ής -ές [maθís] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· προσδιορίζει, χαρακτηρίζει το πρόσωπο: 1. που κατέχει, γνωρίζει καλά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αγγλο~, γαλλο~, γλωσσο~, ελληνο~, λατινο~, νομο~. || φιλο~, που του αρέσει να μαθαίνει. 2. που μαθαίνει, αποκτά γνώσεις με τον τρόπο που εκφράζει το α' συνθετικό: αυτο~, ταχυ~. || ημι~.

[λόγ. < αρχ. -μαθής < συνοπτ. θ. μαθ- του ρ. μανθάνω -ής ως β' συνθ.: αρχ. φιλο-μαθής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες