Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μα"
17 εγγραφές [1 - 10]
-αμάρα [amára] & -μάρα [mára] & -ομάρα [omára] & -ωμάρα [omára] : (συχνά προφ., οικ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει συμπεριφορά, κατάσταση, ιδιότητα κτλ. σχετική με αυτό που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -άρα 2)· παραγωγή: 1. από επίθετα: (κουτός) κουταμάρα, (σαχλός) σαχλαμάρα, (χαζός) χαζαμάρα και χαζομάρα. 2. από επίθετα ή ρήματα (και ρηματικά παράγωγα) παράγωγα από επίθετα: (βουβός - βουβαίνω) βουβαμάρα, (κουτσός - κουτσαίνω) κουτσαμάρα, (κουφός - κουφαίνω) κουφαμάρα, (μουγγός - μουγγαίνω) μουγγαμάρα, (τρελός - τρελαίνω) τρελαμάρα· (στραβός - στραβώνω) στραβωμάρα. 3. από ρήματα: (φαγώνομαι) φαγωμάρα, (λιγώνομαι) λιγωμάρα· (βαριεστώ) βαριεστημάρα, (σκοτίζω) σκοτισμάρα.

[< μεταρ. ουσ. σε -μός, -μα με προσθήκη του μεγεθ. -άρα: βαρεμ(ός) > βαρεμ-άρα και με βάση ουσ. με θ. σε -α-, -ω-: βουβ-α-μός > βουβ-αμάρα, φάγ-ω-μα > φαγ-ωμάρα, επέκτ. σε ουσ. και επίθ. με διαφ. θ.: κουτ-ός > κουτ-αμάρα, χαζ-ός > χαζ-ομάρα]

-μα 1 [ma] : κατάληξη ουδέτερων ανισοσύλλαβων ουσιαστικών με λόγια ή μη προέλευση: πνεύμα, μάθη μα, χρώμα.

[< -μα 2]

-μα 2 & -αμα [ama] & -εμα [ema] & -ημα 2 [ima] & -ωμα 2 [oma] & -σμα [zma] & -γμα [γma] & -μμα [ma] ανάλογα με το θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών· δηλώνει συνήθ. ενέργεια ή αποτέλεσμα που έχει σχέση με αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται· (πρβ. -ισμα): (αποταμιεύω) αποταμίευμα, (δημοσιεύω) δημοσίευμα, (νοθεύω) νόθευμα, (αγριεύω) αγρίεμα, (κλαδεύω) κλάδεμα, (μαζεύω) μάζεμα, (νταντεύω) ντάντεμα, (ψαρεύω) ψάρεμα, (αμπαλάρω - αμπαλάρισα) αμπαλάρισμα· (γλυκαίνω - γλύκανα) γλύκα μα, (ζεσταίνω) ζέσταμα, (πικραίνω) πίκραμα· (βαρώ) βάρεμα· (κελαηδώ - κελάηδησα) κελάηδημα, (κουβαλώ) κουβάλημα, (κυνηγώ) κυνήγημα, (μιλώ) μίλημα, (οδηγώ) οδήγημα, (ολισθαίνω) ολίσθημα, (αγκυροβολώ) αγκυροβόλημα, (μοσχοβολώ) μοσχοβόλημα, (δωροδοκώ) δωροδόκημα, (λειτουργώ) λειτούργημα· (βιδώνω - βίδωσα) βίδωμα, (διορθώνω) διόρθωμα, (ξαλαφρώνω) ξαλάφρωμα, (ξανανιώνω) ξανάνιωμα· (ανεβάζω - ανέβασα) ανέβασμα, (διαβάζω) διάβασμα, (διπλασιάζω) διπλασίασμα, (ξαφνιάζω) ξάφνιασμα· (αγγίζω - άγγιξα) άγγιγμα, (διαλέγω - διάλεξα) διάλεγμα, (τυλίγω - τύλιξα) τύλιγμα, (ρουφώ - ρούφη ξα) ρούφηγμα, (ανταλλάσσω) αντάλλαγμα· (γράφω) γράμμα, (τρίβω) τρίμμα.

[αρχ., πολύ κοινό, μεταρ. επίθημα -μα παραγωγικό ανισοσύλλαβων ουδ. ουσ., που δήλωνε συνήθ. το αποτέλεσμα της ρηματ. ενέργειας, ενώ στα νεοελλ. δηλώνει συχνά την ίδια την ενέργεια (σύγκρ. -ση): αρχ. ἄγγελ-μα `μήνυ μα΄ < ἀγγέλ-λω, θέα-μα < θεα- (θεῶμαι), ελνστ. δέ-μα `δεσμός΄ < αρχ. δέω `δένω΄, αρχ. θέλη-μα `επιθυμία΄ < θελη- (θέλω), φίλη-μα < φιλη- (φιλῶ), & υποκατάσταση -ημα > -εμα: αρχ. φόρη-μα `φορτίο΄, ελνστ. σημ.: `φόρεμα΄ < αρχ. φορη- (φορῶ), ελνστ. φόρε-μα < ελνστ. φορε- (φορῶ), αρχ. ὀχύρω-μα `κάστρο΄ < ὀχυρω- (ὀχυρῶ), ελνστ. ἡμέρω-μα `καλλιεργημένο φυτό΄ < αρχ. ἡμερω- (ἡμερῶ), αρχ. γνώρισ-μα < γνωρισ- (γνωρίζω), ελνστ. βάπτισ-μα < βαπτισ- (βαπτίζω), αρχ. ἄλλαγ-μα `αντάλλαγμα΄, ελνστ. σημ.: `ανταλλαγή΄ < ἀλλακ- (ἀλλάσσω), αρχ. γράμ-μα < γράφω (αφομ. που δε συμβαίνει πια στη νεοελλ.), μσν. κοίταγ-μα `η ενέργεια του κοιτάζω΄ < κοιτακ- (κοιτάζω), νεοελλ. ημέρω-μα `η ενέργεια του ημερώνω΄]

-μάθεια [máθia] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει κατάσταση ή ιδιότητα σχετική με το αντίστοιχο επίθετο σε -μαθής: 1. συνήθ. το α' συνθετικό καλύπτει γενικό, ευρύ πεδίο γνώσεων: αρχαιο~, γλωσσο~, ελληνο~, ευρυ~. 2. το α' συνθετικό αναφέρεται συνήθ. στον τρόπο απόκτησης των γνώσεων: ταχυ~, ημι~.

[λόγ. < αρχ. -μάθεια (< -μαθ(ής) -εια) ως β' συνθ.: αρχ. πολυ-μάθεια]

-μαθής -ής -ές [maθís] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· προσδιορίζει, χαρακτηρίζει το πρόσωπο: 1. που κατέχει, γνωρίζει καλά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αγγλο~, γαλλο~, γλωσσο~, ελληνο~, λατινο~, νομο~. || φιλο~, που του αρέσει να μαθαίνει. 2. που μαθαίνει, αποκτά γνώσεις με τον τρόπο που εκφράζει το α' συνθετικό: αυτο~, ταχυ~. || ημι~.

[λόγ. < αρχ. -μαθής < συνοπτ. θ. μαθ- του ρ. μανθάνω -ής ως β' συνθ.: αρχ. φιλο-μαθής]

-μάλλης -α -ικο [mális] : β' συνθετικό σύνθετων κτητικών επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει μαλλιά με το χρώμα, το μήκος ή γενικά με τα χαρακτηριστικά που εκφράζει το α' συνθετικό: κοκκινο~, ασπρο~, γκριζο~, κατσαρο~, μακρυ~, ξανθο~, σγουρο~.

[θ. της λ. μαλλ(ί), μαλλ(ιά) -ης ως β' συνθ.]

-μάνα [mána] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά. 1α. χαρακτηρίζει τη μάνα από τη χαρακτηριστική ιδιότητα του παιδιού της που εκφράζεται με το α' συνθετικό: λεβεντο~, μικρο~. β. αναφέρεται στη μάνα που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που εκφράζει το α' συνθετικό: ακριβο~, καψο~, φτωχο~. 2. με μεγεθυντική σημασία προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό το χαρακτηρισμό του μεγάλου και αντιπροσωπευτικού είδους σε σχέση με μικρότερα ομοειδή του: αυγο~, αγγουρο~, μαρουλο~· βρυσο~, νερο~, αετο~, περδικοκαβουρο~, σαρδελο~.

[1: ουσ. μάνα ως β' συνθ.· 2: με την έννοια της μεγάλης σε σχέση με τα μικρά παιδιά της]

-μανής -ής -ές [manís] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ονόματα· χαρακτηρίζει το πρόσωπο που διακατέχεται από την υπερβολική και συχνά μη φυσιολογική τάση ικανοποίησης της επιθυμίας που συνεπάγεται το α' συνθετικό: τελειο~. || συχνότερα το αρσενικό και το θηλυκό ως ουσ.: βιβλιο~, εφημεριδο~, μυθο~, σεξο~, πολιτικο~. || (ιατρ., ψυχιατρ.): ανδρο~, γυναικο~, ηρωινο~, κλεπτο~, μορφινο~, ναρκο~, οπιο~, πυρο~, τοξικο~.

[λόγ. < αρχ. -μανής < θ. της λ. μαν(ία) -ής ως β' συνθ.: αρχ. ἡλιο-μανής `τρελός για τον ήλιο΄, ελνστ. γυναικο-μανής & γαλλ. -mane (< -manie = -μανία): μονο-μανής < γαλλ. monomane]

-μάνι [máni] : (προφ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά, συχνά και με μειωτική σημασία· δηλώνει μεγάλο αριθμό ή μεγάλη ποσότητα από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -λόι): γατομάνι, κοριτσομάνι, παιδομάνι, πιατομάνι, ρουχομάνι, σκουπιδομάνι.

[ίσως μσν. *-μάνι(ον) < λατ. man(us) `χέρι, πλήθος΄ -ιον]

-μανία [manía] : β' συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει παθολογική κατάσταση, ιδιότητα ή συμπεριφορά ενός ατόμου η οποία χαρακτηρίζεται από την υπερβολική και συχνά μη φυσιολογική τάση για την ικανοποίηση της επιθυμίας που έχει σχέση με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αρχαιο~, βιβλιο~, θρησκο~, κερδο~, τελειο~· (ιατρ., ψυχιατρ.): ηρωινο~, κοκαϊνο~, κλεπτο~, νυμφο~, πυρο~.

[λόγ. < ελνστ. -μανία < αρχ. ουσ. μανία ως β' συνθ.: ελνστ. γυναικο-μανία `τρέ λα για τις γυναίκες΄ & γαλλ. -manie < ελνστ. -μανία: μονο-μανία < γαλλ. monomanie]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες