Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μέτρηση [métrisi] : β' συνθετικό σε παρασύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. (επιστ.) τη διαδικασία μέτρησης του μεγέθους που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό, συνήθ. με τη χρήση του αντίστοιχου οργάνου με β' συνθετικό -μετρο, -μετρητής: βυθο~, θερμο~, ογκο~, σφυγμο~, χιλιο-, χρονο~. 2. γενικότερα τον υπολογισμό ή τη μέτρηση που συνεπάγεται το αντίστοιχο ρήμα σε -μετρώ: φυλλο~.
[λόγ. < ελνστ. -μέτρησις < μετρη- (θ. του αρχ. ρ. μετρῶ) -σις > -ση ως β' συνθ.: ελνστ. κατα-μέτρησις, σχοινο-μέτρησις `χωρομέτρηση΄]