Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μένος"
2 εγγραφές [1 - 2]
-μένος 1 -μένη -μένο [ménos] & -αμένος -αμένη -αμένο [aménos] & -εμένος -εμένη -εμένο [eménos] & -ημένος 1 -ημένη -ημένο [iménos] & -ωμένος 1 -ωμένη -ωμένο [oménos] & -σμένος 1 -σμένη -σμένο [zménos] & -ισμένος -ισμένη -ισμένο [izménos] & -γμένος -γμένη -γμένο [γménos] & -μμένος 1 -μμένη -μμένο [ménos] ανάλογα με το θέμα του παθητικού αορίστου με βάση το οποίο κυρίως σχηματίζεται : κατάληξη μετοχής παθητικού παρακειμένου (ή αλλιώς παθητικής μετοχής) συνήθ. με επιθετική λειτουργία· λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός, ως κατηγορούμενο, με ουσιαστικοποιημένη χρήση ή χρησιμοποιείται στο σχηματισμό περιφραστικής συζυγίας. 1. δηλώνει πράξη που έχει συντελεστεί στο χρόνο που φανερώνει το ρήμα της πρότασης στην οποία ανήκει: (δένω - δέθηκα) δεμένος, (λύνω - λύθηκα) λυμένος, (κρίνω - κρίθηκα) κριμένος, (γδέρνω - γδάρθηκα) γδαρμένος, (παίρνω - πάρθηκα) παρμένος, (αναπαύω - αναπαύτηκα) αναπαυμένος, (γοητεύω - γοητεύτηκα) γοητευμένος· (ζεσταίνω - ζεστάθηκα) ζεσταμένος· (μαγεύω - μαγεύτηκα) μαγεμέ νος, (λαθεύω - λαθεύτηκα) λαθεμένος· (αγαπώ - αγαπήθηκα) αγαπημένος, (καταχωρώ - καταχωρήθηκα) καταχωρημένος· (διορθώνω - διορθώθηκα) διορθωμένος· (απολυμαίνω - απολυμάνθηκα) απολυμασμένος· (σοκάρω - σοκαρίστηκα) σοκαρισμένος· (διώχνω - διώχτηκα) διωγμένος, (πλέκω - πλέχτηκα) πλεγμένος, (βρέχω - βρέχτηκα) βρεγμένος, (απαλλάσσω - απαλλάχτηκα) απαλλαγμένος· (επικαλύπτω - επικαλύφθηκα) επικαλυμμένος, (κρύβω - κρύφτηκα) κρυμμένος, (οξύνω - οξύνθηκα) οξυμμένος. || με ενεργητική ή παθητική σημασία κατά περίπτωση: διαβασμένος άνθρωπος - διαβασμένο βιβλίο, άνθρωπος που έχει διαβάσει πολλά βιβλία - βιβλίο που έχει διαβαστεί· έφυγε φαγωμένος - πίτα φαγωμένη, έφυγε αφού έφαγε, - πίτα που έχει φαγωθεί, που την έχουν φάει. 2. (από ρήματα ενεργητικής φωνής) δηλώνει συνήθ. κατάσταση (φυσική, σωματική ή ψυχική): (αηδιάζω - αηδίασα) αηδιασμένος, (βραχνιάζω - βράχνιασα), βραχνιασμένος (διψώ - δίψασα) διψασμένος, (αργοπορώ - αργοπόρησα) αργοπορημένος, που έχει αηδιάσει, βραχνιάσει, διψάσει, αργοπορήσει. || δηλώνει ενέργεια: καμαρωμένος, που καμαρώνει, καμαρωτός· παραπονεμένος, που εκφράζει παράπονο, παραπονιάρικος ή που έχει παράπονα, παραπονιάρης. 3. χαρακτηρίζει αυτόν που είναι άξιος να πάθει αυτό που εκφράζει το ρήμα: ζηλεμένος, που αξίζει να τον ζηλεύουν, ζηλευτός. 4. ισοδυναμεί με ευχή ή κατάρα: (ευλογήθη κα) ευλογημένος, (συγχωρέθηκα) συγχωρεμένος, μακάρι να ευλογηθεί, να συγχωρεθεί από το Θεό, να τον ευλογήσει, να τον συγχωρέσει ο Θεός. || μερικές φορές είναι σε χρήση μόνο ο τύπος της μετοχής: πολυχρονεμένος, μακάρι να ζήσει πολλά χρόνια· συφοριασμένος, μακάρι να τον βρουν συμφορές.

[αρχ. επίθημα μέσου και παθ. πρκ. -μένος: αρχ. χαρίζομαι (μέσο, ελνστ.: χαρίζω), μτχ. κεχαρισ-μένος, αρχ. δέρω `γδέρνω΄ - παθ. δέρομαι, μππ. δεδαρ-μένος και ελνστ. ή μσν. επέκτ. σε ενεργ. ρ.: αρχ. ἀρρωστῶ - μσν. μτχ. αρρωστη-μένος, καθώς και με βάση άλλους τύπους του ρ.: φαγ- (τρώω) ενεργ. μτχ. φαγ-ωμένος· επέκτ. του επιθήματος με βάση ρ. που το θέμα τους λήγει σε: -α-, -ε-, -η-, -ω-, -σ-, -γ-, -ν-]

-μένος 2 -μένη -μένο & -ημένος 2 -ημένη -ημένο & -ωμένος 2 -ωμένη -ωμένο & -σμένος 2 -σμένη -σμένο & -μμένος 2 -μμένη -μμένο ανάλογα με το χρονικό θέμα με βάση το οποίο σχηματίζεται : κατάληξη λόγιας μετοχής παθητικού παρακειμένου, συνήθ. σε στερεότυπη χρήση, κάποτε με διαφορετική σημασία από αυτή που έχει σήμερα το αντίστοιχο ρήμα στη νέα ελληνική: 1. με υφολογικές και όχι σημασιολογικές διαφορές σε σχέση με την αντίστοιχη νεοελληνική μετοχή παθητικού παρακειμένου (σε στερεότυπες εκφράσεις, ορισμένο επίπεδο λόγου κτλ.): (πείθω - πείθομαι) πεπεισμένος - πεισμένος· (θλίβω - θλίβομαι) τεθλιμμένος - θλιμμένος· (τρίβω - τρίβομαι) τετριμμένος. || (σταυρώνω - σταυρώνομαι) Εσταυρωμένος - σταυρωμένος. || (οξύνω - οξύνομαι) ωξυμμένος - οξυμμένος. 2. με μη εμφανή αναγωγή στο ρήμα (συνήθ. σε περιπτώσεις σύνθετων ή ανώμαλων ρημάτων: (εγγράφω - εγγράφομαι) εγγεγραμμένος, (διαβάλλω - διαβάλλομαι) διαβεβλημένος, (αναλαμβάνω - αναλαμβάνομαι) ανειλημμένος, (επαναλαμβάνω - επαναλαμβάνομαι) επανειλημμένος, (καταλαμβάνω - καταλαμβάνομαι) κατειλημμένος. 3. με διαφορετική σημασία από αυτή που έχει σήμερα το αντίστοιχο νεοελληνικό ρήμα: (σημαίνω) σεσημασμένος, (συγκρίνω) συγκεκριμένος.

[λόγ. < αρχ. επίθημα -μένος (δες στο -μένος 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες