Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μάχος"
2 εγγραφές [1 - 2]
-μάχος [máxos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά. I. (σε λόγιας προέλευσης ουσιαστικά) δηλώνει το πρόσωπο που μάχεται, αγωνίζεται: 1. εναντίον αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: θεο~, εικονο~, ελληνο~, χριστιανο~· ταυρο~. 2. υπερασπιζόμενος την περιοχή που εκφράζει το α' συνθετικό: μακεδονο~, μαραθωνο~. 3. με το μέσο που εκφράζει το α' συνθετικό: ξιφο~. II. δηλώνει αυτόν που αγωνίζεται με τον τρόπο, το μέσο ή εναντίον αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: χερο~. || συχνό σε ονόματα πουλιών: αετο~, ακριδο~.

[I: λόγ. < αρχ. -μάχος < θ. του ρ. μάχ(ομαι) -ος ως β' συνθ.: αρχ. μονο-μάχος, ελνστ. θεο-μάχος· II: αρχ. -μάχος]

-μαχος -η -ο [maxos] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· συνήθ. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο (συνήθ. πρόσωπο) αναφέρεται στην έννοια της μάχης, πολεμικής αναμέτρησης ή γενικά στην έννοια της αναμέτρησης με τις ιδιότητες που εκφράζει το α' συνθετικό: αξιό~, εμπειρό~. || πυρί~, για αντικείμενο που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες. || με α' συνθετικό ρήμα: φυγό~, αυτός που αποφεύγει να δώσει μάχη. || σε ουσιαστικοποιημένα επίθετα: παλαί~. || σε παραγωγή με προθήματα: ά~, επί~.

[λόγ. < αρχ. -μαχος < θ. του ρ. μάχ(ομαι) -ος ως β' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) ἄ-μαχος `ανίκητος΄, φιλό-μαχος `πολεμόχαρος΄, ἀπό-μαχος `ακατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες