Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μάτης -α -ικο [mátis] : β' συνθετικό σύνθετων κτητικών επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο (συνήθ. πρόσωπο) έχει μάτια με το σχήμα, χρώμα ή γενικά τα χαρακτηριστικά που εκφράζει το α' συνθετικό: αμυγδαλο~, αγριο~, ανοιχτο~, γαλανο~, γκριζο~, πρασινο~, στραβο~, χαμηλο~.
[μσν. -μάτης < θ. της λ. μάτ(ι) -ης: μσν. μαυρο-μάτης]