Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μάνι"
2 εγγραφές [1 - 2]
-μάνι [máni] : (προφ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά, συχνά και με μειωτική σημασία· δηλώνει μεγάλο αριθμό ή μεγάλη ποσότητα από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -λόι): γατομάνι, κοριτσομάνι, παιδομάνι, πιατομάνι, ρουχομάνι, σκουπιδομάνι.

[ίσως μσν. *-μάνι(ον) < λατ. man(us) `χέρι, πλήθος΄ -ιον]

-μανία [manía] : β' συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει παθολογική κατάσταση, ιδιότητα ή συμπεριφορά ενός ατόμου η οποία χαρακτηρίζεται από την υπερβολική και συχνά μη φυσιολογική τάση για την ικανοποίηση της επιθυμίας που έχει σχέση με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αρχαιο~, βιβλιο~, θρησκο~, κερδο~, τελειο~· (ιατρ., ψυχιατρ.): ηρωινο~, κοκαϊνο~, κλεπτο~, νυμφο~, πυρο~.

[λόγ. < ελνστ. -μανία < αρχ. ουσ. μανία ως β' συνθ.: ελνστ. γυναικο-μανία `τρέ λα για τις γυναίκες΄ & γαλλ. -manie < ελνστ. -μανία: μονο-μανία < γαλλ. monomanie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες