Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μάνα [mána] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά. 1α. χαρακτηρίζει τη μάνα από τη χαρακτηριστική ιδιότητα του παιδιού της που εκφράζεται με το α' συνθετικό: λεβεντο~, μικρο~. β. αναφέρεται στη μάνα που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που εκφράζει το α' συνθετικό: ακριβο~, καψο~, φτωχο~. 2. με μεγεθυντική σημασία προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό το χαρακτηρισμό του μεγάλου και αντιπροσωπευτικού είδους σε σχέση με μικρότερα ομοειδή του: αυγο~, αγγουρο~, μαρουλο~· βρυσο~, νερο~, αετο~, περδικο~· καβουρο~, σαρδελο~.
[1: ουσ. μάνα ως β' συνθ.· 2: με την έννοια της μεγάλης σε σχέση με τα μικρά παιδιά της]
- -μανώ [manó] & -άω : (συνήθ. λαϊκότρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· επιτείνει, δηλώνει ότι γίνεται σε μεγάλο βαθμό αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: ανθο~, αφρο~, βροντο~, τριζο~, φυσο~· λυσσο~ και λυσσομανάω.
[αρχ. -μανῶ θ. μαν- του ρ. μαίνομαι ως β' συνθ.: αρχ. γυναικο-μανῶ `είμαι τρελός για γυναίκες΄]