Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-λόι"
1 εγγραφή
-λόι [lói] : (οικ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα, συχνά και με μειωτική σημασία· δηλώνει μεγάλο αριθμό ή μεγάλη ποσότητα από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -μάνι): παπαδολόι, ρουχολόι, σκυλολόι, συγγενολόι.

[μσν. -λόγιν με αποβ. του μεσοφ. [j] < ελνστ. -λόγιον με αποφυγή της χασμ.: μσν. αρχοντο-λόγιν, γεροντο-λόγιν `σύνολο γερόντων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες