Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-λόγιο"
1 εγγραφή
-λόγιο [lójio] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. περιληπτικά ένα σύνολο, μια συλλογή αυτών που αναφέρει το α' συνθετικό: δειγματο~, ερωτηματο~, ευχο~, λεξι~, υβρεο~. || (μτφ.) ανθο~. 2. κείμενο, συνήθ. με μορφή καταλόγου, από το οποίο αντλούμε πληροφορίες γι΄ αυτό που υπαινίσσεται το α' συνθετικό: βαθ μο~, γενεα~, δημοτο~, ημερο~, κτηματο~, μαθητο~, νηο~, ποι νο~. || ανεμο~.

[λόγ. < ελνστ. -λόγιον < αρχ. -λόγος (δες -λόγος 1) ως β' συνθ.: ελνστ. ἀνθο-λόγιον (< ἀνθο-λόγος), ἡμερο-λόγιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες