Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-λουτρο"
1 εγγραφή
-λουτρο [lutro] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει την έκθεση ή τη βύθιση του ανθρώπινου σώματος σε αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ηλιό~, φωτό~· αμμό~, λασπό~. || με αναφορά στο μπάνιο καθαριότητας: αφρό~, ποδό~. || οφθαλμό~.

[λόγ. < αρχ. ουσ. λουτρόν (πρβ. αρχ. επίθ. φιλό-λουτρος `που του αρέσει να πλένεται΄) ως β' συνθ. & σε μτφρδ.: λασπό-λουτρο < γερμ. Schlammbad]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες