Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-λογώ"
2 εγγραφές [1 - 2]
-λογώ 2 -ούμαι & -ιέμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος: 1. συγκεντρώνει, μαζεύει αυτό που συνεπάγεται το α' συνθετικό: στρατο~. 2. μαζεύει κόβοντας αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βλαστο~, κορφο~. 3. (κυρίως σε αρνητική χρήση) κάνει ή υφίσταται σε μεγάλο βαθμό ή κατ΄ επανάληψη την ενέργεια που συνεπάγεται το α' συνθετικό: παντρο~, τραβο~, τσιμπο~, χαζο~, χαϊδο~, ψοφο~.

[αρχ. -λογῶ < -λόγος (δες -λόγος 2) ως β' συνθ.: αρχ. ἀνθο-λογῶ `μαζεύω άνθη΄, ελνστ. βλαστο-λογῶ]

-λογώ 1 [loγó] -ούμαι : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος: 1. λέει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: γνωμο~, υμνο~, χρησμο~, ψευδο~. 2. ομιλεί: α. σχετικά με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: θεο~, ηθικο~, μιλώ για το Θεό, την ηθική. β. με τη σειρά που εκφράζει το α' συνθετικό: δευτερο~, υστερο~. γ. με τον τρόπο που εκφράζει το α' συνθετικό: μωρο~, προχειρο~, σοβαρο~, χυδαιο~. 3. κάνει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βαθμο~, συνθηκο~, φορο~. 4. ασχολείται διεξοδικά και σε επιστημονικό επίπεδο με αυτό που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: θεο~, φιλο~.

[λόγ. < αρχ. -λογῶ < -λόγος (δες -λόγος 1) ως β' συνθ.: αρχ. ψευ δο-λο γῶ, θεο-λογῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες