Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-λογος"
4 εγγραφές [1 - 4]
-λογος -η -ο [loγos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει ορισμένη σχέση με το λόγο, γραπτό ή προφορικό: αξιό~, γενικό~, λιγό~.

[λόγ. < αρχ. -λογος (< ουσ. λόγος) ως β' συνθ.: αρχ. ἀξιό-λογος]

-λόγος 1 [lóγos] θηλ. -λόγος [lóγos] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. πρόσωπο που λέει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αισχρο~, ευφυο~, καυχησιο~, χυδαιο~. 2. γιατρό, επιστήμονα ή γενικότε ρα πρόσωπο με ειδικές σπουδές ή ειδικευμένο στον τομέα που συνεπάγεται το α' συνθετικό: αγγειο~, γυναικο~, καρδιο~, μικροβιο~, πνευμονο~· αρχαιο~, αιγυπτιο~, παπυρο~, συνταγματο~· ηλεκτρο~, μηχα νο~.

[λόγ. < αρχ. -λόγος (θ. συγγ. του λέγω) ως β' συνθ.: αρχ. θεο-λόγος, κακο-λόγος, χρησμο-λόγος, ελνστ. ἀκριβο-λόγος & διεθ. -log-, (ιδ.) γαλλ. -logue, -logiste: ανθρωπο-λόγος < γαλλ. anthropologue, παθο-λόγος < γαλλ. pathologiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

-λόγος 2 : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει το πρόσωπο που ασχολείται με το μάζεμα, τη συλλογή, τη συγκέντρωση κτλ. αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: χορταρο~, καρπο~. || ανθο~. || στρατο~.

[αρχ. -λόγος (θ. συγγ. του λέγω `μαζεύω΄) ως β' συνθ.: αρχ. σπερμο-λόγος `κουρούνα΄ (επειδή μαζεύει σπόρους), ελνστ. ἀνθο-λόγος (δες λ.), καρπο-λόγος `που μαζεύει φρούτα΄ (αρχ. ως τίτλος)]

-λόγος 3 : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει εργαλείο κατάλληλο για την εργασία που συνεπάγεται το α' συνθετικό: βιδο~, καβουρο~.

[< -λόγος 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες