Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-λογιά"
2 εγγραφές [1 - 2]
-λογία [lojía] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει: 1. την ενέργεια ή το αποτέλεσμα των ανάλογων ρημάτων σε -λογώ 1 από τα οποία παράγονται: ψευδο~, ηθικο~, δευτερο~, χυδαιο~. || το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος, όταν η αντίστοιχη ενέργεια δηλώνεται με το επίθημα -ση: βαθμο~, φορο~· (πρβ. βαθμολόγηση, φορολόγηση). 2. επιστήμη ή γενικά οργανωμένο τομέα γνώσης με αντικείμενο αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: αρχαιο~, γεω~, γλωσσο~, δερματο~, θεο~, θρησκειο~, καρδιο~, νευρο~, παπυρο~, φιλο~, φυσιο~.

[λόγ. < αρχ. -λογία < αρχ. -λόγος (δες -λόγος 1) ως β' συνθ.: αρχ. κακο-λογία, γενεα-λογία, θεο-λογία & διεθ. -logia < αρχ. -λογία: χρονο-λογία, παθο-λογία < γαλλ. chronologie, pathologie]

-λογιά [lojá] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει σύνολο ανθρώπων που έχουν κοινά τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται το α' συνθετικό· (πρβ. -κοσμος1): φτωχο~.

[ελνστ. -λογία (θ. συγγ. του λέγω στη σημ.: `μαζεύω΄) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. ως β' συνθ.: ελνστ. ἀνθο-λογία `μάζεμα λουλουδιών΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες