Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ληπτος -η -ο [liptos] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση για το σχηματισμό επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο καταλαμβάνεται από τις ιδέες ή τις αντιλήψεις που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: δαιμονό~, ερωτό~, θρησκό~, ιδεό~.
[λόγ. < αρχ. -ληπτος (θ. συγγ. του ρ. λαμβάνω) ως β' συνθ.: αρχ. θεό-ληπτος `που κατέχεται από θεό, δαιμονι σμένος΄]