Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-λής"
1 εγγραφή
-λής [lís] & -αλής [alís] θηλ. -λού [lú] & -αλού [alú] : επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών· δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από τη συμπεριφορά ή την ιδιότητα που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (κατουρώ) κατουρλής και κατουρλού· (γούρι) γουρλής και γουρλού· (μουστάκι) μουστακαλής.

[τουρκ. κτητ. επίθημα -li, -lι -ς: meraklι > μερακ-λής· επέκτ. του -λής με βάση την προσθήκη στα τουρκ. του -lι σε λ. που τελειώνουν σε -a: para > para-lι > παρα-λής > παρ-αλής· -λ(ής), -αλ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες