Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-λήπτης"
1 εγγραφή
-λήπτης [líptis] θηλ. -λήπτρια [líptria] : β' συνθετικό για το σχηματισμό σύνθετων ουσιαστικών· δηλώνει: 1α. αυτόν που λαμβάνει, που παίρνει αυτό που αναφέρεται ως α' συνθετικό: δειγματο~, δωρο~, μισθο~. β. αυτόν που αναλαμβάνει να εκτελέσει αυτό που αναφέρεται ως α' συνθετικό: εργο~. γ. αυτόν που καταγράφει με μηχανικά μέσα αυτό που αναφέρεται ως α' συνθετικό: εικονο~, ηχο~. 2. συσκευή κατάλληλη ώστε να δέχεται αυτό που αναφέρεται ως α' συνθετικό: ρευματο~.

[λόγ. < ελνστ. -λήπτης (θ. συγγ. του ρ. λαμβάνω) ως β' συνθ.: ελνστ. δωρο-λήπτης· λόγ. -λήπ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες