Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κτονία [ktonía] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει: 1. θανατηφόρα εγκληματική ενέργεια εναντίον του προσώπου που δηλώνει το α' συνθετικό: αδελφο~, μητρο~, πατρο~, συζυγο~. 2. θανατηφόρα ενέργεια εναντίον αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό· συχνά ισοδυναμεί με έγκλημα, αν αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό είναι φιλικό, χρήσιμο στον άνθρωπο: ζωο~. || γενικά για μη φυσιολογικό θάνατο: λιμο~, θάνατος εξαιτίας λιμού.
[λόγ. < ελνστ. -κτονία (< -κτόνος) ως β' συνθ.: ελνστ. πατρο-κτονία]