Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κράτορας [krátoras] θηλ. -κράτειρα [krátira] & -κρατόρισσα [kratórisa], στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το πρόσωπο που έχει απόλυτη εξουσία, δύναμη σ΄ αυτό που αναφέρεται ως α' συνθετικό: θαλασσο~, κοσμο~. || παντο~, μονο~, αυτο~ θηλ. αυτοκράτειρα και αυτοκρατόρισσα. 2. το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του αυτό που αναφέρεται ως α' συνθετικό: κλειδο~.
[λόγ. < αρχ. -κράτωρ, αιτ. -ορα ως β' συνθ.: αρχ. θαλασσο-κράτωρ, ελνστ. παντο-κράτωρ· λόγ. < ελνστ. -κράτειρα, θηλ. του αρχ. -κράτωρ: ελνστ. παντο-κράτειρα· λόγ. -κράτορ(ας) -ισσα]



