Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κοσμος [kozmos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά. 1. συνήθ. δηλώνει σύνολο ανθρώπων που έχουν κοινά τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η λέξη που υπάρχει ως α' συνθετικό· (πρβ. -ιά
24α): αγροτό~, εργατό~. || μαθητό~, φοιτητό~. || φτωχό~· (πρβ. -λογιά). 2. έχει την έννοια του συνόλου με ειδική σημασία που εξαρτάται από το α' συνθετικό: (επιστ.) μικρό~, μακρό~. || σε παραγωγή με προθήματα: υπό~. [λόγ.: 1: ουσ. κόσμος ως β' συνθ. μτφρδ. γερμ. -leute: εργατό-κοσμος < γερμ. Arbeitsleute `εργατιά΄· 2: γαλλ. -cosme < αρχ. κόσμος: μικρό-κοσμος < γαλλ. microcosme]