Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κόπος [kópos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει: I. το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την τάση να κάνει συνεχώς ή κατ΄ επανάληψη αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: γλεντο~, φαντασιο~. II. το πρόσωπο που ασχολείται, έχει ως δουλειά του να κόβει, να σπάει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ξυλο~· (συχνά λαϊκότρ.) βολο~.
[ΙΙ: αρχ. -κόπος θ. του ρ. κόπτω `χτυπώ΄ (δες κόβω) ως β' συνθ.: αρχ. λιθο-κόπος, βωλο-κόπος `που σπάζει τους σβόλους του χώματος΄· Ι: μσν. σημ.: `αυτός που ασχολείται συνεχώς με κτ.΄: μσν. στρατο-κόπος]
- -κοπος 1 -η -ο [kopos] : λόγιο ατονημένο β' συνθετικό επιθέτων με την έννοια του ρήματος κόβω: δί~, νεό~. || σε παραγωγή με προθήματα: ά~, αμφί~.
[αρχ. -κοπος θ. του ρ. κόπτω `χτυπώ΄ (δες στο κόβω) ως β' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) ἄ-κοπος & λόγ. < αρχ. -κοπος: αρχ. νεό-κοπος]
- -κοπος 2 -η -ο : το ουσ. κόπος σε παραγωγή με προθήματα για το σχηματισμό επιθέτων: ά~· κατά~, για άνθρωπο πάρα πολύ κουρασμένο.
[ελνστ. -κοπος θ. του αρχ. ρ. κόπτω (δες στο κόβω) στη σημ.: `κουράζομαι΄ ως β' συνθ.: ελνστ. κατά-κοπος]