Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-κομείο"
1 εγγραφή
-κομείο [komío] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· σε σύνθεση με το λόγιο τύπο του ουσιαστικού που υπάρχει ως α' συνθετικό, όταν αυτό απαντά με λόγιο και μη λόγιο τύπο· δηλώνει χώρο με ειδικές εγκαταστάσεις ώστε να είναι κατάλληλος: 1. για την περιποίηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βρεφο~, γηρο~. 2. για τη συστηματική επαγγελματική απασχόληση (εκτροφή, κατεργασία κτλ.) με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: τυρο~· μελισσο~, ορνιθο~· (πρβ. -τροφείο).

[λόγ. < αρχ. -κομεῖον (< -κόμ(ος) -εῖον) ως β' συνθ.: αρχ. χοιρο-κο μεῖον, ελνστ. γηρο-κομεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες