Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κομία [komía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά, σε σύνθεση με λόγιας προέλευσης α' συνθετικό, σε περίπτωση που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο· δηλώνει την επιστήμη ή γενικότερα το σύνολο των γνώσεων και των τεχνικών που είναι σχετικές με την περιποίηση, καλλιέργεια ή επεξεργασία αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βρεφο~, παιδο~· ανθο~, δενδρο~· γαλακτο~, τυρο~.
[λόγ. < ελνστ. -κομία (< -κόμ(ος) -ία) ως β' συνθ.: ελνστ. γηρο-κομία, φυτο-κομία]