Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-κομία"
1 εγγραφή
-κομία [komía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά, σε σύνθεση με λόγιας προέλευσης α' συνθετικό, σε περίπτωση που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο· δηλώνει την επιστήμη ή γενικότερα το σύνολο των γνώσεων και των τεχνικών που είναι σχετικές με την περιποίηση, καλλιέργεια ή επεξεργασία αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βρεφο~, παιδο~· ανθο~, δενδρο~· γαλακτο~, τυρο~.

[λόγ. < ελνστ. -κομία (< -κόμ(ος) -ία) ως β' συνθ.: ελνστ. γηρο-κομία, φυτο-κομία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες