Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κολλα [kola] : το ουσ. κόλλα ως β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει κολλώδη ουσία που: 1. περιέχει ως βασικό συστατικό της ή παρασκευάζεται με βάση την ουσία που υπάρχει ως α' συνθετικό: αλευρό~, βενζινό~, δερματό~, ιχθυό~, ψαρό~, οστεό~. 2. προορίζεται, είναι κατάλληλη για την κόλληση αντικειμένων που είναι κατασκευασμένα από το υλικό που δηλώνει το α' συνθετικό: γυψό~, ξυλό~.
[ελνστ. & λόγ. < ελνστ. -κολλα (< αρχ. ουσ. κόλλα) ως β' συνθ.: ελνστ. ἰχθυό-κολλα]