Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κηπος [
ipos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά που δηλώνουν κήπο με το είδος της καλλιέργειας που εκφράζει το α' συνθετικό: ανθό~, βυσσινό~, λαχανό~. [λόγ. < ελνστ. -κηπος < αρχ. κῆπος ως β' συνθ.: ελνστ. ἀγρό-κηπος `αγρός καλλιεργημένος σαν κήπος΄]



