Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-καλλιέργεια"
1 εγγραφή
-καλλιέργεια [kaliérjia] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· σε σύνθεση με λόγιας προέλευσης α' συνθετικό στην περίπτωση που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο· δηλώνει: 1. τη συστηματική καλλιέργεια συνήθ. σε μεγάλη έκταση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό, καθώς και το σύνολο των καλλιεργούμενων φυτών· (πρβ. -παραγωγή): καπνο~, ντοματο~, σταφιδο~· αραβοσιτο~, βαμβακο~, ορυζο~, σιτο~. || τρόπο, τεχνική ή τόπο καλλιέργειας: ηλεκτρο~, αγρο~. 2. συστηματική εκτροφή σε ειδικές τεχνητές εγκαταστάσεις των ψαριών ή των θαλασσινών που δηλώνει το α' συνθετικό· (πρβ. -τροφία): αστακο~, ιχθυο~, οστρακο~, μυδο~. 3. (ιατρ.) ειδική διαγνωστική μέθοδο για την ανίχνευση παθογόνων μικροοργανισμών, στοιχείων κτλ. στο υγρό του οργανισμού που δηλώνει το α' συνθετικό: αιμο~, αιματο~. || μικροβιο~.

[λόγ. < ουσ. καλλιέργεια ως β' συνθ. μτφρδ. γαλλ. -culture, culture: οστρεο-καλλιέργεια, καπνο-καλλιέργεια, μικροβιο-καλλιέργεια < γαλλ. ostréiculture, culture du tabac, culture microbienne]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες