Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -καιρος [
eros] : (προφ.) το ουσιαστικό καιρός ως β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά τα οποία χαρακτηρίζουν τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν με βάση την ιδιότητα που εκφράζει ή υπαινίσσεται το α' συνθετικό: αγριό~, βροχό~, διαβολό~, παλιό~, σκατό~. [θ. του ουσ. καιρ(ός) -ος]
- -καιρος -η -ο [
eros] : σε παραγωγή με προθήματα σχηματίζει επίθετα τα οποία χαρακτηρίζουν την προσδιοριζόμενη ενέργεια, δραστηριότητα κτλ. από τη χρονική επιρρηματική σχέση που συνεπάγεται το πρόθημα: ά~, έγ~, επί~, εύ~, πρόσ~. [λόγ. < αρχ. -καιρος θ. του ουσ. καιρ(ός) `κατάλληλη στιγμή΄ -ος ως β' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) ἄ-καιρος, ελνστ. πρόσ-καιρος]