Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κίνητος -η -ο [
ínitos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο κινείται: 1. με την ταχύτητα που δηλώνει το α' συνθετικό: αργο~, βραδυ~, γοργο~. || με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό: ευκολο~. 2. με το μέσο και συχνά την καύσιμη ύλη που δηλώνει το α' συνθετικό: μηχανο~, ηλεκτρο~, χειρο~, ποδο~, ατμο~, βενζινο~, ντιζελο~, πετρελαιο~, υδρο~. 3. (μτφ.) αμερικανο~, ξενο~. [λόγ.: 1: αρχ. -κίνητος (< κινη- (κινῶ) -τος) ως β' συνθ.: αρχ. αὐτο-κίνητος `που μπορεί να κινείται μόνος του΄, ελνστ. βραδυ-κίνητος· 2: σημδ.: αυτο-κίνητο < γαλλ. automobile, μηχανο-κίνητος < αγγλ. mechanically-driven]