Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κήλη [
íli] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει τη δημιουργία κήλης στο σημείο του σώματος που εκφράζει το α' συνθετικό: βουβωνο~, βρογχο~, εντερο~, κυστεο~, ορθο~. [λόγ. < ελνστ. -κήλη < αρχ. κήλη ως β' συνθ.: ελνστ. βουβωνο-κήλη]



