Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-κέφαλος"
1 εγγραφή
-κέφαλος -η -ο [éfalos] : β' συνθετικό σύνθετων επιθέτων. I. χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο: 1α. από το σχήμα, το μέγεθος και γενικά από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του κεφαλιού του που εκφράζει το α' συνθετικό: γαϊδουρο~, τριγωνο~, σκυλο~. β. από τον αριθμό κεφαλών που συνεπάγεται ή εκφράζει το α' συνθετικό: δι~, τρι~. 2. από τη συμπεριφορά ή τον τρόπο σκέψης που συνεπάγεται το α' συνθετικό: κουφιο~, ξερο~, στενο~, χοντρο~. II. (συνήθ. ιατρ., ανατ.) με αναφορά: 1. στο κεφάλι του ανθρώπινου σώματος (σχήμα, μέγεθος κτλ.): μικρο~, πλατυ~. 2. στην κεφαλή οστών, έκφυση κτλ.: τρι~.

[αρχ. -κέφαλος θ. του ουσ. κεφαλ(ή) -ος ως β' συνθ.: αρχ. μεγαλο-κέφαλος & λόγ. < γαλλ. -céphale < αρχ. -κέφαλος: δολιχο-κέφαλος < γαλλ. dolichocéphale & μτφρδ. γαλλ. -ceps: τρι-κέφαλος (μυς) < γαλλ. triceps]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες