Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ιό [ió] (η προφορά του ημιφώνου εξαρτάται από την προφορά του συμφώνου που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα: (κάθομαι - κάθισα) καθισιό, (κουτσομπολεύω) κουτσομπολιό, (νοικοκυρεύω) νοικοκυριό, (προξενεύω) προξενιό, (συμπεθερεύω) συμπεθεριό.
[μσν. μεταρ. επίθημα -ιόν αναλ. προς άλλα ουσ. σε -ιο(ν), -ίο(ν), που συσχετίστηκαν με ρήματα: (ε)γγάστριο, (ε)γγάστρι (< εγγάστριος, δες στο ανεμογγάστρι) - (ε)γγαστρώνω, φορτιό (< αρχ. φορτίον) - φορτώνω: μσν. φευγ-ιόν]
- -ιο 1 [io] : επίθημα με λόγια προέλευση ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: 1. σπάνια διασώζει την αρχική υποκοριστική σημασία του: (άγαλμα) αγαλμάτιο. || (επιστ.) (νήμα) νημάτιο, (σώμα) σωμάτιο. 2. συνηθέστερα με ολική απώλεια της αρχικής υποκοριστικής του σημασίας, οπότε μπορεί να μην είναι εμφανής στο γλωσσικό αίσθημα των ομιλητών η παραγωγή: γραμμάτιο, κλιμάκιο. 3α. για την απόδοση επιστημονικών όρων ή λέξεων: ηλεκτρόδιο, ηλεκτρόνιο, νετρόνιο, πρωτόνιο. β. για την απόδοση χημικών στοιχείων: αργίλιο, βισμούθιο, ήλιο, πλουτώνιο, φθόριο, ράδιο. 4. για την απόδοση ξένων λέξεων: αρμόνιο.
[λόγ.: 1, 2: αρχ., ιδιαίτερα συχνό μετουσ., συχνά υποκορ. επίθημα -ίον, -ιον από ουσιαστικοπ. -ιος -ια -ιον: αρχ. παιδ-ίον `μικρό παιδί, παιδάκι΄ (< παῖς, θ. παιδ-), πόδ-ιον `μικρό πόδι΄ (< πούς, θ. ποδ-), ελνστ. δεμάτ-ιον (< δέμα `δέσιμο΄, θ. δεματ-) που κανονικά τράπηκε σε μσν. -ιν > -ι με απώλεια της υποκορ. σημ. (δες στο -ι 1)· χωρίς υποκορ. σημ.: αρχ. φρούρ-ιον, ἐγχειρίδ-ιον· στη νεοελλ. ξαναπαρουσιάζονται υποκορ. σε -ιον από λόγ. δανεισμό από τα αρχ.: γερόντ-ιο (< αρχ. γερόντ-ιον), φρεάτ-ιο (< ελνστ. φρεάτ-ιον < φρέαρ, θ. φρεατ-) και σπάν. νέες δημιουργίες χωρίς υποκορ. σημ.: θερμοκήπ-ιο (δες και -ιος 1 -ια -ιο)· 3, 4: νλατ., διεθ. -ium, ιδ. στην επιστ. ορολογία ως κατάλ. για την προσαρμ. ξένων όρων: θόρ-ιο < νλατ. thorium, αλλά και σπανιότ. όρων χωρίς επίθημα -ium: μικρόβ-ιο < γαλλ. microbe, ηλεκτρόδ-ιο < διεθ. electrode ή και άλλων λόγ. λέξεων: αρμόν-ιον < νλατ. (γαλλ.) harmonium· οι λ. της τελευταίας κατηγορίας δεν έχουν ολοκληρωμένη μορφολογική ανάλυση στα νέα ελλην.]
- -ιο 2 [io] (η προφορά του ημιφώνου εξαρτάται από την προφορά του συμφώνου που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα: (γελώ) γέλιο, (παρακαλώ) παρακάλιο, (συμπαθώ) συμπάθιο, (συχωρώ) συχώριο.
[μσν. μεταρ. επίθημα -ιο(ν) κατά το σχ.: αρχ. κυνηγ-ῶ - ελνστ. κυνήγ-ιον: μσν. γέλ-ιο (< γελώ) & μεταπλ. < θηλ. -εια που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.: θηλ. εν. συνήθεια > ουδ. πληθ. συνήθεια > νέος εν. συνήθειο]
- -ιος [ios] θηλ. -ία [ía] & -ια [ia] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό εθνικών ή πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα χωρών, περιοχών ή πόλεων· (πρβ. -ιώτης): (Aίγυπτος) Aιγύπτιος - Aιγυπτία, (Kόρινθος) Kορίνθιος - Kορινθία, (Kύπρος) Kύπριος - Kυπρία.
[λόγ. < αρχ. μετουσ. πατριδων. επίθημα -ιος, θηλ. -ία (ουσιαστικοπ. του αρχ. επιθήματος επιθ. -ιος -ία -ιον, δες στο -ιος 1 -ια -ιο): αρχ. Kορίνθ-ιος (< Kόρινθ-ος), Πελοποννήσ-ιος (< Πελοπόννησ-ος)· -ια: προσαρμ. στη δημοτ.]
- -ιός [iós] θηλ. -ιά [(iá)] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό: α. πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα περιοχών ή πόλεων· (πρβ. -αίος, -ιώτης): (Θεσσαλονίκη) Θεσσαλονικιός - Θεσσαλονικιά, (Σαντορίνη) Σαντορινιός - Σαντορινιά. || (Λήμνος) Λημνιός - Λημνιά, (Σίφνος) Σιφνιός - Σιφνιά· (Mυτιλήνη) Mυτιληνιός - Mυτιληνιά. β. επωνύμων.
[αρχ. μετουσ. πατριδων. επίθημα -αῖος > -αιός > -ιός (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.): αρχ. Mυτιλην-αῖος (< Mυτιλήν-η) > Mυτιλην-αιός > Mυτιλην-ιός και νεότερες παραγωγές: Σαντορίν-η > Σαντοριν-ιός]
- -ιος 1 -ια -ιο [ios] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο προέρχεται από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή ότι έχει τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που αυτή συνεπάγεται: (αιώνας) αιώνιος, (θάλασσα) θαλάσσιος, (Όλυμπος) ολύμπιος, (ουρανός) ουράνιος, (ποταμός) ποτάμιος, (σωτήρας) σωτήριος, (χρόνος) χρόνιος, (ωκεανός) ωκεάνιος· (επί τόπου) επιτόπιος, (ίσες γωνίες) ισογώνιος.
[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα κτητ. επιθ. -ιος, το πιο κοινό του είδους του: αρχ. αἰών-ιος (< αἰών), αἰθέρ-ιος (< αἰθήρ, θ. αἰθερ-), συχνό για δημιουργία συνθέτων: αρχ. ὁμοπάτρ-ιος `που έχει κοινό πατέρα΄ (< ὁμός + πατήρ), από φρ.: αρχ. ἐπουράν-ιος (< ἐπ΄ οὐρανῷ), επίσης πατριδων. (δες -ιος, θηλ. -ια), συχνό ως ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. (δες στο -ιο 1): αρχ. ἐνύπν-ιον (< ἐν ὕπνῳ), για ονόματα γιορτών: αρχ. Ἀρτεμίσ-ιον (γιορτή ή ναός της Άρτεμης), συνήθ. στον πληθ.: αρχ. θεσμοφόρ-ια (γιορτή της Δήμητρας Θεσμοφόρ-ου, δηλ. αυτής που έφερε νόμους στην ανθρώπινη κοινωνία)]
- -ιος 2 -ια -ιο [ios] (η προφορά του ημιφώνου εξαρτάται από την προφορά του συμφώνου που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων: α. από ρήματα: (σαπίζω) σάπιος, (τρυπώ) τρύπιος, (ψοφώ) ψόφιος. β. από επίθετα· (πρβ -ειος 2): (καθαρός) καθάριος.
[αρχ. -ιος (δες -ιος 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]