Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ικος"
3 εγγραφές [1 - 3]
-ικός 1 -ική -ικό [ikós] & -ικος 1 -ικη -ικο [ikos] θηλ. (σπανιότ., προφ.) & -ικιά [iá] & -ικια [ia] : επίθημα: I. επιθέτων παράγωγων από εθνικά ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο προέρχεται από τον τόπο, την πόλη, την περιοχή ή γενικά από το σύνολο ανθρώπων που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη. 1. (Άγγλος) αγγλικός, (Γάλλος) γαλλικός, (Ελβετός) ελβετικός, (Θεσσαλός) θεσσαλικός· (Iσπανός) ισπανικός. 2. (στη μη οξύτονη μορφή της): (Aρβανίτης) αρβανίτικος, (Bλάχος) βλάχικος. 3. διπλός σχηματισμός επιθέτου· προφορικοί ή οικείοι σχηματισμοί με τη μη οξύτονη μορφή του επιθήματος: ρουμανικός - ρουμάνικος, τουρκικός - τούρκικος. || αγγλικός - εγγλέζικος. II. ουσιαστικοποιημένων επιθέτων· το θηλυκό στον ενικό και το ουδέτερο στον πληθυντικό δηλώνουν τη γλώσσα που αντιστοιχεί στην πρωτότυπη λέξη. 1. γαλλική, αγγλική, γερμανική, ρωσική (γλώσσα). || γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ρωσικά. 2. προφορικοί ή οικείοι σχηματισμοί στη μη οξύτονη μορφή: ρώσικη, βλάχικη (γλώσσα). || αρβανίτικα, βλάχικα. || ρουμανική - ρουμάνικη - ρουμανικά - ρουμάνικα.

[-ικός: δες -ικός 2 -ική -ικό· -ικος: δες -ικος 2 -ικη -ικο· σχετικά με την αντίθεση: λαϊκό -ικος / λόγ. -ικός σύγκρ. ζευγάρια του τύπου: φράγκικος / γαλλικός, εγγλέζικος / αγγλικός, δανέζικος / δανικός, τούρκικος / τουρκικός και για γλώσσες: ρωμαίικα / ελληνικά, τούρκικα / τουρκικά]

-ικος 2 -ικη -ικο [ikos] θηλ. (σπανιότ., προφ.) & -ικια [ia] : 1. επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή ανήκει ή αναφέρεται σε αυτήν: (αράπης) αράπικος, (γέρος) γέρικος, (καμπούρης) καμπούρικος, (κλέφτης) κλέφτικος, (μπακάλης) μπακάλικος, (τσιφούτης) τσιφούτικος· (κλαψιάρης) κλαψιάρικος, (ρουτινιέρης) ρουτινιέρικος. 2. επίθημα για το μεταπλασμό επιθέτων της λόγιας γλώσσας: (αυθάδης) αυθάδικος, (θηριώδης) θηριώδικος, (μανιώδης) μανιώδικος.

[μσν. επίθημα -ικος < λατ. μετουσ. επίθημα κτητικών επιθέτων -icus: domesticus `που ανήκει στο σπίτι, προσωπικός΄ > μσν. δομέστικος `αξιωματούχος του αυτοκράτορα΄, συνήθ. όμως σε δάνεια από τα ελλην. -ικός, -τικός: Asiaticus < ελνστ. Ἀσια-τικός, politicus < αρχ. πολιτ-ικός]

-ικός 2 -ική -ικό θηλ. (σπανιότ., προφ.) & -ικιά : I. επίθημα επιθέτων παράγωγων: α. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτότυπη λέξη, έχει τα χαρακτηριστικά ή τις ιδιότητες που αυτή συνεπάγεται: (δημοκρατία) δημοκρατικός, (επιστήμονας) επιστημονικός, (ιστορία) ιστορικός, (μαίανδρος) μαιανδρικός, (μέτωπο) μετωπικός, (κέντρο) κεντρικός, (σφαίρα) σφαιρικός, (τηλέφωνο) τηλεφωνικός, (χάρισμα) χαρισματικός. || (λαός) λαϊκός, που ανήκει ή προέρχεται από το λαό· (λόγος) λογικός, που είναι σύμφωνος με τον (ορθό) λόγο· (βασιλιάς) βασιλικός, που ταιριάζει, ανήκει σε βασιλιά ή που είναι οπαδός του. β. από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή είναι κατάλληλο γι΄ αυτό· (πρβ. -τικός): (δημιουργώ) δημιουργικός, (καρτερώ) καρτερικός, (πειθαρχώ) πειθαρχικός. II1. με ουσιαστικοποίηση του θηλυκού του επιθέτου στον ενικό αριθμό σχηματίζει αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν τέχνη, επιστήμη, μάθηση σχετική με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (γλυπτικός) γλυπτική, (γραμματικός) γραμματική, (ηθικός) ηθική, (μαιευτικός) μαιευτική, (παιδιατρικός) παιδιατρική· πληροφορική, κυβερνητική. 2. με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό: α. δηλώνει τέχνη, επιστήμη, μάθηση σχετική με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: μαθηματικά, οικονομικά, οικοκυρικά. β. σε περιληπτικά ουσιαστικά: ασημικά, γυαλικά, διαμαντικά, κουζινικά, λαχανικά, σιδερικά, χορταρικά. γ. (επιστ.) δηλώνει συνομοταξία ή γενικά μεγάλη κατηγορία ζώων ή φυτών με κοινά χαρακτηριστικά, συνήθ. ως απόδοση ξένων όρων: μηρυκαστικά, τρωκτικά. δ. (ιατρ.) δίνει τη γενική ονομασία παρεμφερών ασθενειών που αφορούν το μέρος του σώματος που συνήθ. εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εντερικά, μητρικά. 3. με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου: α. ορεκτικό, ψυχικό. || οικονομικά: Tα οικονομικά μας δεν πηγαίνουν πολύ καλά. β. (συνήθ. προφ.) σε περιληπτικά ουδέτερα ουσιαστικά: ασημικό, διαμαντικό, λουλουδικό, χρυσαφικό: Ήταν γεμάτη χρυσαφικό· (πρβ. το μη περιληπτικό: Tης αγόρασαν για το γάμο της ένα ασημικό).

[Iβ: αρχ. μετον. (ιδ. μετουσ.) επίθημα -ικός (το πιο κοινό επίθημα επιθέτων) που τελικά συνδέθηκε και με ρ., στις σημ.: `κατάλληλος για…, που έχει τη φύση του…΄: αρχ. Πελασγ-ικός (< Πελασγ-οί), βασιλ-ικός `που έχει χαρακτηριστικά βασιλιά, κατάλληλος για βασιλιάς, που ανήκει σε βασιλιά΄ (< βασιλ-εύς), φιλ-ικός (< φίλ-ος) (δες και -τικός)· Iα: λόγ. < αρχ. -ικός: αρχ. ἱστορ-ικός (< ἱστορ-ία) & νλατ. -icus < λατ. -icus, ιδ. για δήλωση τέχνης ή επιστήμης < (εν μέρει) αρχ. -ικός: προϊστορ-ικός < γαλλ. préhistorique, ηλεκτρον-ικός < διεθ. electronic & απόδ. του νλατ. -ia (ουδ. πληθ. ουσ.) δηλωτικό συνομοταξίας φυτών ή ζώων > -ικά (ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. στον πληθ.): cryptogamia > κρυπτογαμ-ικά· II1: λόγ. < αρχ. -ική, ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθήματος -ικός, για δήλωση επιστήμης ή τέχνης: αρχ. ἰατρ-ική, μουσ-ική, γραμματ-ική, καθώς και γλώσσας: αρχ. ἑλλην-ική, περσ-ική & λόγ. < νλατ. -ica < λατ. -ica < αρχ. -ική, για δήλωση επιστημών, τεχνολογιών κτλ.: ηλεκτρον-ική < γαλλ. électronique ή αγγλ. electronics· II2α, γ: λόγ. < αρχ. -ικά, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθήματος -ικός: αρχ. πολιτ-ικά (ενν. πράγματα), γραμματ-ικά, ἑλλην-ικά (ενν. γράμματα)· II2β, δ: ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθήματος -ικός· II3: ελνστ. -ικόν, ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθήματος -ικός: ελνστ. ψυχ-ικόν (δες λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες