Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ιδερός -ιδερή -ιδερό [iδerós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από επίθετα που δηλώνουν χρώμα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει χρώμα παραπλήσιο με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (άσπρος) ασπριδερός, (μαύρος) μαυριδερός.
[< ουσ. ιδ(εί) -ερός]