Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ιδερός"
1 εγγραφή
-ιδερός -ιδερή -ιδερό [iδerós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από επίθετα που δηλώνουν χρώμα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει χρώμα παραπλήσιο με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (άσπρος) ασπριδερός, (μαύρος) μαυριδερός.

[< ουσ. ιδ(εί) -ερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες