Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ιαίος"
1 εγγραφή
-ιαίος -ιαία -ιαίο [iéos] : επίθημα με λόγια προέλευση επιθέτων παράγωγων συνήθ. από ουσιαστικά· (πρβ. -αίος -αία -αίο)· γενικά δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη και ειδικότερα ότι το προσδιοριζόμενο: 1α. διαρκεί το χρονικό διάστημα που ορίζει η πρωτότυπη λέξη: (εβδομάδα) εβδομαδιαίος, (μήνας) μηνιαίος, (στιγμή) στιγμιαίος, (ώρα) ωριαίος. β. συμβαίνει ή εμφανίζεται στα τακτά χρονικά διαστήματα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (εβδομάδα) εβδομαδιαίος, (μήνας) μηνιαίος. 2. (ανατ.) βρίσκεται στο τμήμα του σώματος ή αφορά το τμήμα του σώματος που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γλουτός) γλουτιαίος, (κρόταφος) κροταφιαίος, (μασχάλη) μασχαλιαίος, (μηρός) μηριαίος, (ράχη) ραχιαίος. 3. γίνεται με τον τρόπο που δηλώνει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αστραπή) αστραπιαίος, (βαθμός) βαθμιαίος, (κατακλυσμός) κατακλυσμιαίος. 4. έχει το μέγεθος ή την ποσότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (γίγαντας) γιγαντιαίος, (κολοσσός) κολοσσιαίος, (σπιθαμή) σπιθαμιαίος· εκατοστιαίος, ποσοστιαίος.

[λόγ. < αρχ. επίθημα -ιαῖος, αρχικά ως επέκτ. του επιθήματος -αῖος ύστερα από λ. που το θέμα τους έληγε σε -ι: αρχ. μην-ιαῖος (< μήν), ελνστ. σταδι-αῖος (< στάδι-ον) `που έχει μήκος ενός σταδίου΄, νωτ-ιαῖος (< νῶτ-ον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες