Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ιέρης [iéris] (η προφορά του [ié] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) & -έρης [éris] : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί: (τραπέζι) τραπεζιέρης, (κανόνι) κανονιέρης, (καρότσα) καροτσ(ι)έρης, (τιμόνι) τιμονιέρης. || ρουτινιέρης.
[ιταλ. μετουσ. επίθημα επαγγελμ. ουσ. -ier(e) -ης (αρχικά δήλωνε επάγγελμα εξυπηρετικό της αριστοκρατίας): cannoniere (< cannone) > κανον-ιέρης (κανόν-ι), carrozziere (< carrozza) > καροτσ-ιέρης (καρότσ-α) και επέκτ. σε άλλες λ.: τραπεζ-ιέρης (< τραπέζ-ι)· αποβ. του [i] ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]