Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ιέρα"
1 εγγραφή
-ιέρα [ra] (η προφορά του [] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα που συνήθ. δηλώνει σκεύος ή μικροσυσκευή για την τοποθέτηση ή παρασκευή αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αλάτι) αλατιέρα, (ζάχαρη) ζαχαριέρα, (σαλάτα) σαλατιέρα, (σούπα) σουπιέρα, (τσάι) τσαγιέρα, (φρυγανιά) φρυγανιέρα. || ζαρντινιέρα, ζαρτιέρα.

[ιταλ. μετουσ. επίθημα -iera δηλωτικό εργαλείων και δοχείων: fruttiera (< frutti) > φρουτ-ιέρα (φρούτα) και επέκτ. σε λ. όχι ιταλ. προέλ.: ζαχαρ-ιέρα (< ζάχαρ-η) και προσαρμ. του γαλλ. -ière: γαλλ. jardinière > ζαρντιν-ιέρα, γαλλ. glacière > παγων-ιέρα (δες λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες