Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ιάτικος"
1 εγγραφή
-ιάτικος -ιάτικη -ιάτικο [tikos] (η προφορά του [] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά που εκφράζουν χρόνο ή υπαινίσσονται την έννοια του χρόνου· (βλ. -άτικος -άτικη -άτικο). 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι κατάλληλο γι΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, έχει τα στοιχεία ή χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία ή τις ιδιότητες που αυτή συνεπάγεται: (Aπρίλης) απριλιάτικος, (Aύγουστος) αυγουστιάτικος, (Mάρτης) μαρτιάτικος· (Xριστούγεννα) χριστουγεννιάτικος, (γαμπρός) γαμπριάτικος. || (νύφη) νυφιάτικος, (νύχτα) νυχτιάτικος· (πρβ. νυφικός, νυχτερινός). 2. προσδίδει στο προσδιοριζόμενο στοιχεία που κανονικά δεν του ανήκουν· (πρβ. -ινός 1, -ιανός): καλοκαιριάτικος· καλοκαιριάτικη μέρα, μέρα που μοιάζει με καλοκαιρινή· μεσημεριάτικος· (πρβ. μεσημεριανός). -ιάτικα επίθημα επιρρημάτων με αρνητική σημασία· στα παράγωγα συνήθ. χρονικά επιρρήματα εκφράζει τη δυσαρέσκεια του υποκειμένου για το συγκεκριμένο χρόνο εκτέλεσης μιας ενέργειας ή πραγματοποίησης ενός γεγονότος: (νυχτιάτικος) νυχτιάτικα, (μεγαλοβδομαδιάτικος) μεγαλοβδομαδιάτικα, (πρωινιάτικος) πρωινιάτικα. Mε σύγχυσες πάλι κυριακάτικα.

[-ιάτ(ης) με προσθήκη του επιθήματος -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες