Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ιάς"
4 εγγραφές [1 - 4]
-ίας [ías] : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά με ρηματική συνήθ. προέλευση· δηλώνει το πρόσωπο που έχει ή κάνει κτ. σχετικό με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (αίσθημα) αισθηματίας, (έγκλημα) εγκληματίας, (εισόδημα) εισοδηματίας, (επάγγελμα) επαγγελματίας, (κτήμα) κτηματίας. || (συχνά με μειωτική σημασία): (αντίρρηση) αντιρρησίας, (δήλωση) δηλωσίας, (κατάληψη) καταληψίας, (κίνημα) κινηματίας, (πραξικόπημα) πραξικοματίας. || εφαψίας.

[λόγ. < αρχ. -ίας μετον. επίθημα ουσιαστικών συχνά με περιπαιχτική χρήση για να τονιστεί κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ως ονομασία ανθρώπων ή ζώων, ως τεχνικός όρος ή και ως χαϊδευτικό: αρχ. πωγων-ίας `μουσάτος΄, Λοξ-ίας (< λοξός, επίθ. του Aπόλλωνα, επειδή δε χρησμοδοτούσε “στα ίσια”), ελνστ. καυχηματ-ίας `καυχησιάρης΄, αρχ. ξιφ-ίας (ψάρι με μύτη σαν ξίφος), καρχαρ-ίας (< κάρχαρος `με δόντια σαν πριόνι΄), Nικ-ίας (χαϊδευτικό < Nικόμαχος)]

-ιάς 1 [s] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών· δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί ή που ασκεί επάγγελμα ή έργο σχετικό με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -έας): σκαφτιάς, φονιάς, χαλκιάς· || συχνά με μειωτική σημασία, όταν υπάρχει και τύπος σε -έας που έχει διαφορετική σημασία ή καλύπτει άλλο επίπεδο του λόγου: βαφέας - βαφιάς, γραφέας - γραφιάς.

[αρχ. μετουσ., σπάν. μεταρ., επίθημα αρσ. ουσ. -εύς, δηλωτικό συστηματικής απασχόλησης με κτ., και κυρ. επαγγελμ.: αρχ. βαφ-εύς (< βαφ-ή), φον-εύς (< φόν-ος), γον-εύς (< γόν-ος) > μσν. -έας (εξομάλ. με βάση την αρχ. αιτ. -έα, ελνστ. -έαν): βαφ-έας, φον-έας > νεοελλ. -ιάς (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.): βαφ-εάς > βαφ-ιάς (δες και -έας)]

-ιάς 2 : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει τόπο κατάφυτο από το είδος του φυτού που δίνει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ώνας): (πεύκο) πευκιάς, (ρείκι) ρεικιάς· συχνά σε τοπωνύμια.

[μσν. μετουσ. επίθημα περιλ. ουσ. -έας από θηλ. ον. φυτών σε -έα (δες -ιά 1) και αρσ. -έας (ενν. τόπος): μορ-έα `μουριά΄ > Mορ-έας `τόπος με μουριές΄ > νεοελλ. -ιάς (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., πρβ. και -ιάς 1): Mορ-ιάς]

-ίαση [íasi] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά, κυρίως για την απόδοση στα νέα ελληνικά ξένων ιατρικών όρων· δηλώνει παθολογική κατάσταση, ασθένεια: ελεφαντ~, εχινοκοκκ~, μυκητ~, πιτυρ~, φθειρ~, ψωρ~.

[λόγ. < ελνστ. -ία(σις) -ση < (μετον. ρ. -ιά(ω) δηλωτικά παθολογικής κατάστασης) ως β' συνθ.: αρχ. ψώρ-α > ψωρ-ιάω > ελνστ. ψωρ-ίασις & νλατ. -iasis < ελνστ. -ίασις: διστομ-ίασις < νλατ. distomiasis & στη θέση του γαλλ. -ose (δες -ωση 1): δερματ-ίαση < γαλλ. dermatose]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες