Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ιάνος"
3 εγγραφές [1 - 3]
-ιάνος [nos] θηλ. -ιάνα [na] (η προφορά του [] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα: 1. εθνικών ή πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά που δηλώνουν πόλη, χώρα ή γενικά τόπο, περιοχή· (πρβ. -άνος): (Πρέβεζα) Πρεβεζιάνος - Πρεβεζιάνα. || σε οικογενειακά ονόματα. 2. σε κοινά ουσιαστικά στα οποία δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (καθαρεύουσα) καθαρευουσιάνος - καθαρευουσιάνα, (πρωτεύουσα) πρωτευουσιάνος - πρωτευουσιάνα.

[ιταλ. μετουσ. πατριδων. επίθημα -iano (< -ano (δες -άνος 1) από τοπων. που το θέμα τους λήγει σε [i] ): Bενετσ-ιάνος < Veneziano (< Venezia), Σιτσιλ-ιάνος < Siciliano (< Sicilia), πρωτευουσ-ιάνος < πρωτεύουσ-α, Παριζ-ιάνα < γαλλ. Ρarisienne με προσαρμ. στο ίδιο επίθημα· -ιάν(ος) -α]

-ιανός [ianós] θηλ. -ιανή [ianí] (η προφορά του [ia] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα: 1. πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα περιοχών ή πόλεων: (Aμοργός) Aμοργιανός - Aμοργιανή, (Σκύρος) Σκυριανός - Σκυριανή, (Ψαρά) Ψαριανός - Ψαριανή. || σε οικογενειακά ονόματα. 2. ουσιαστικών στα οποία δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (Xριστός) χριστιανός, (χωριό) χωριανός.

[ουσιαστικοπ. του -ιανός -ιανή -ιανό]

-ιανός -ιανή -ιανό [ianós] (η προφορά του [ia] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) & [ianós] στη σημ. 2β : επίθημα επιθέτων· (βλ. -ανός -ανή -ανό): 1. παράγωγων από ουσιαστικά ή επιρρήματα· χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο από χρονική ή τοπική άποψη· (πρβ. -ιάτικος, -ινός 1): (άκρη) ακριανός, (παρακάτω) παρακατιανός, (μεσημέρι) μεσημεριανός, (σαρακοστή) σαρακοστιανός· (παλάτι) παλατιανός. 2. παράγωγων από κύρια ονόματα· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο ανήκει στον τόπο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή προέρχεται από αυτόν: (Πάρος) παριανός, (Σκύρος) σκυριανός, (Σύρα) συριανός. β. (συνήθ. αποτελούν απόδοση επιθέτων ξένης προέλευσης) το προσδιοριζόμενο είναι δημιούργημα του συγκεκριμένου προσώπου που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (Έγελος) εγελιανός, (Kαντ) καντιανός· προκολομβιανός.

[1, 2α: λατ. μετουσ. επίθημα επιθέτων -iānus (επέκτ. του επιθήματος -ānus), που δήλωνε ακόλουθο κάποιου πολιτικού ηγέτη, μέλος κρατικού οργανισμού, οπαδό αίρεσης ή θρησκείας, συνήθ. στον πληθ. > ελνστ. -ιανός (μετακ. τόνου κατά το επίθημα -ανός), με τις ίδιες σημασίες και επιπλέον για δήλωση πως κάποιος γεννήθηκε ή ανήκει κάπου: ελνστ. πραιτωρ-ιανοί < λατ. praetoriāni, Xριστ-ιανοί < λατ. Christiāni, καθώς και με επίδραση των λίγων αρχ. γεωγραφικών μετουσ. επιθ. σε -ανός σε θέματα λέξεων που έληγαν σε -ι: αρχ. Ἀσι-ανός (< Ἀσί-α), Φασι-ανός (< Φᾶσι-ς), ελνστ. Kαυκασι-ανός (< Kαυκασί-α)· 2β: λόγ. < γαλλ. -ien, ιταλ. -iano, νλατ., μσνλατ. -ianus ( [-iánus] ) με βάση κύρ. ον. και τοπων.: Kαντ-ιανός (Kαντ) < νλατ. Cantianus ή γερμ. Kantianer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες