Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-θετώ"
1 εγγραφή
-θετώ [θetó] -ούμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο: 1. βάζει, θέτει, τοποθετεί αυτό που αναφέρει το α' συνθετικό: ναρκο~, ορο~. 2. θεσπίζει αυτό που αναφέρει ή υπονοεί το α' συνθετικό: αγωνο~, αθλο~, νομο~, θεσμο~. 3. δέχεται υπό την προστασία του αυτό που αναφέρει το α' συνθετικό: υιο~.

[λόγ. < αρχ. -θετῶ (< -θέτης) ως β' συνθ.: αρχ. νομο-θετῶ, ελνστ. ὁρο-θετῶ, υἱο-θετῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες