Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -θέτης [θétis] θηλ. -θέτρια [θétria], στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· χαρακτηρίζει αυτόν που: 1. βάζει, θέτει, τοποθετεί αυτό που αναφέρει το α' συνθετικό: ναρκο~, ορο~. 2. θεσπίζει αυτό που αναφέρει ή υπονοεί το α' συνθετικό: αγωνο~, αθλο~, νομο~, θεσμο~. 3. σε παραγωγή με προθήματα, δηλώνει το πρόσωπο που εκτελεί την ενέργεια που δηλώνει το αντίστοιχο ρήμα σε -θέτω: δια~, κατα~, συν~.
[λόγ. < αρχ. -θέτης (< ρ. τίθημι, δες στο θέτω) ως β' συνθ.: αρχ. νομο-θέτης, δια-θέτης (δες λ.), ελνστ. ὁρο-θέτης `που καθορίζει τα όρια΄· λόγ. -θέ(της) -τρια]