Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ητα [ita] : (λαϊκότρ.) επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών, παράγωγων από αφηρημένα ουσιαστικά που αποτελούν τον κοινό, τρέχοντα τύπο της λέξης: (έχθρα) έχθρητα, (μανία) μάνητα.
[μσν. επίθημα -ητα < αρχ. κατάλ. αιτ. -ητα ουσ. (αρχικά αφηρ.) σε -ότης (π.χ. νε-ότης, αιτ. νεότ-ητα) και μεταπλ. σε νέα ονομ.: μσν. έχθρ-ητα]